Φιλισταίος

Φιλισταίος
ο
θηλ.
1. άτομο ινδοευρωπαϊκής φυλής στην αρχαία Παλαιστίνη.
2. (ως προσηγορ.), φιλισταίος, ο άνθρωπος υποκριτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φιλισταίος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Φιλισταίοι λαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημεία νεοελλ. ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και… …   Dictionary of Greek

  • φιλισταϊσμός — ο, Ν [Φιλισταίος] στενότητα αντίληψης και άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού όχι τόσο στο ηθικό όσο στο γνωστικό πεδίο …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Γολιάθ — Βιβλικό πρόσωπο. Φιλισταίος γίγαντας, ο οποίος προκάλεσε τους Εβραίους πολεμιστές σε μονομαχία και σκοτώθηκε από τον νεαρό Δαβίδ, που είχε ως όπλο του μόνο μία σφεντόνα και την υποστήριξη του Θεού. Από τη μονομαχία αυτή υπάρχουν πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”